- αιτιατικός
- -ή, -ό (Α αἰτιατικός, -ή, -όν) [αἰτιατός]νεοελλ.-αρχ.(το θηλυκό ως ουσ.) η αιτιατική*μσν.1. αιτιώδης2. αυτός που διατυπώνει κατηγορία3. επίρρ. αἰτιατικῶςκατ’ αιτιατική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰτιατικός — causal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικῶν — αἰτιατικός causal fem gen pl αἰτιατικός causal masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικόν — αἰτιατικός causal masc acc sg αἰτιατικός causal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικαῖς — αἰτιατικός causal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικαί — αἰτιατικός causal fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικοί — αἰτιατικός causal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικοῦ — αἰτιατικός causal masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικούς — αἰτιατικός causal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικῆς — αἰτιατικός causal fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιατικῇ — αἰτιατικός causal fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)